1 ἀπο-προ-αιρέω
ἀπο-προ-αιρέω (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-προ-αιρέω